- δελτοποιός
- δελτο-ποιός,A tabellarius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελτοποιός — δελτοποιός, ο (Α) όποιος κατασκευάζει δέλτους ή πίνακες για γράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + ποιος < ποιώ] … Dictionary of Greek